Κριτική παράστασης «Τσιτάχ. Η ερημιά του τερματοφύλακα»

Με μεγάλη προσμονή, παρακολούθησα τον μοναδικό Γιώργο Νινιό στη πρεμιέρα της παράστασης «Τσιτάχ. Η ερημιά του τερματοφύλακα», τη περασμένη Πέμπτη, στο πάντοτε φιλόξενο θέατρο Αμαλία. Ένα έργο του Βασίλη Κατσικονούρη, γραμμένο το 2017, σε σκηνοθεσία Ερμίνας Κυριαζή-Γιώργου Νινιού, που αγγίζει το διαχρονικό ζήτημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της αγάπης που τρέφει ένας άνθρωπος και σε ποιο σημείο είναι ικανός να φτάσει, παρά τις όποιες αντιξοότητες, προκειμένου να διαφυλάξει την ατομική του ακεραιότητα.
Ο «Τσιτάχ» είναι ένας παλαίμαχος ποδοσφαιριστής -τερματοφύλακας για την ακρίβεια- της Εθνικής Ελλάδος, ο οποίος, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Αθλητισμού, καλείται στη τάξη ενός σχολείου για να προσφέρει στα παιδιά την οπτική και τις εμπειρίες του μετά από πολλά χρόνια διαρκούς και δυναμικής παρουσίας του στα γήπεδα. Μπαίνει στην αίθουσα και κάθεται στο θρανίο που του έχουν ορίσει. Μαζί του έχει ένα μπουκάλι με αλκοόλ, θήκη με τσιγάρα και ένα «σακ βουαγιάζ». Στ'αριστερά της σκηνής βρίσκεται μια μαριονέτα σε φυσικό μέγεθος, προσομοιάζοντας την νεότερη όψη του «Τσιτάχ». Αφαιρετικό σκηνικό, ο,τι πρέπει για έναν μοναχικό άνθρωπο μετά το τέλος της καριέρας του, δίχως να του έχουν απομείνει πολλά, παρά μόνο η σκέψη «δε λύγισα».
Ο Γιώργος Νινιός, ξετυλίγοντας μεθοδικά το κουβάρι της ταραχώδους ζωής του «Τσιτάχ», έγινε ένα με το σώμα που ενδύθηκε. Ξεκινά την αφήγηση ήρεμος και κάπως αμήχανος, δίχως να έχει προγραμματίσει τι θα πει, σαλπάροντας στο άγνωστο με βάρκα την… εναπομείνασα ελπίδα του. Σιγά σιγά, άρχισε να ανοίγεται προς το ακροατήριο, να περιγράφει πού ξέπεσε, τι έκανε -όταν παρουσιάστηκε ανάγκη- για να σώσει ένα αγαπημένο του πρόσωπο. Επρόκειτο για μια κατάθεση ψυχής από τον Γιώργο Νινιό. Οι παύσεις που πραγματοποιούσε πριν από την εξομολόγηση σημαντικών λεπτομερειών, το στοχευμένο βλέμμα του που διαπερνούσε τους πάντες, το ηχόχρωμα που μαρτυρούσε τη μοναξιά ύστερα από μια επίπονη περίοδο στη ζωή του, η γλώσσα ενός αμήχανου σώματος που ήθελε να μιλήσει, αλλά δίσταζε κιόλας, είναι στοιχεία που με έπεισαν γι'αυτά που άκουγα.
Αν γράψω κι άλλα, κινδυνεύω να προδώσω καίρια σημεία του έργου και ουδόλως το θέλω. Αν θα μπορούσα να περιγράψω με δύο λόγια τη παράσταση, μου έρχεται στο μυαλό μονάχα η πρώτη στροφή από ένα ποίημα που δεν χρειάζεται εισαγωγές, ούτε αυτό, ούτε και ο ποιητής:
«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.»
Κ.Π. Καβάφης, «Όσο Μπορείς», Ποιήματα.