Κριτική παράστασης «Τα κορίτσια της οδού Ασπασίας»

Χθες παρακολούθησα στο θέατρο Αμαλία τη παράσταση «Τα κορίτσια της οδού Ασπασίας», μια καλογραμμένη κωμωδία καταστάσεων σε σενάριο και σκηνοθεσία του Βασίλη Παπά, από την νεοσυσταθείσα θεατρική ομάδα «Κωμοδύνη».
Το έργο αφορά πέντε εργάτριες του σεξ σε μία Ελλάδα λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου, οι οποίες, μετά την ανακοίνωση πραξικοπήματος και την ανάληψη εξουσίας από ένα αιρετικό τάγμα θρησκόληπτων, φοβούνται για τη ζωή τους, αλλά και για το μέλλον του επαγγέλματος τους. Μόλις το τάγμα εισβάλλει στον χώρο εργασίας τους, αναγκάζονται να υποδυθούν έναν άλλον εαυτό, κάποιον που συμπορεύεται ευκολότερα με τις επιταγές της θρησκευτικής αίρεσης, που της «χαϊδεύει» τ' αφτιά.
Εισερχόμενος κανείς στον χώρο της παράστασης, συναντούσε ένα σκηνικό που «τραβούσε» όλα τα βλέμματα. Μια επαγγελματική κατασκευή «τοίχων» που θα όριζε το εσωτερικό του δωματίου με κυρίαρχο χρώμα το κόκκινο του πάθους και της αντίστασης, πάμπολλα ρετρό σκηνικά αντικείμενα, όπως συρταριέρες, τραπεζάκια, κάδρα, φωτιστικά, πανέμορφες κουρτίνες -για να μυήσουν τους θεατές σε ένα κλίμα άλλης εποχής-, και σε κεντρική θέση ένας καναπές, με δυο πολυθρόνες δεξιά κι αριστερά. Το σκηνικό με «κέρδισε» απευθείας, ως το πρώτο στοιχείο που μαρτυρούσε μια προσεγμένη παράσταση.
Όσον αφορά τα κοστούμια, ήταν όλα τους ένα κι ένα. Νυχτικά, κομπινεζόν, τακούνια, όλα εκείνα τα ρούχα που μας έρχονται στο μυαλό μόλις σκεφτούμε ιερόδουλες, επιτυγχάνοντας έτσι όχι μόνο να πείσουν τον θεατή για την επαγγελματική ιδιότητα των χαρακτήρων που βλέπει, αλλά και να προσφέρουν μια σημαντική χείρα βοηθείας στους ηθοποιούς, εφόσον ένα καλοραμμένο κοστούμι επιτρέπει στους εκάστοτε ηθοποιούς να «χαθούν» μέσα στον ρόλο. Τα εύσημα πηγαίνουν στην Αθήνα Βαρτσάκη, η οποία επιμελήθηκε τεχνιέντως τόσο τα σκηνικά, όσο και τα κοστούμια.
Προτού αναφερθώ στην ερμηνεία των ηθοποιών, θα ήθελα να σταθώ για λίγο στην βαθύτερη ουσία του κειμένου του αυτοδίδακτου σκηνοθέτη και σεναριογράφου, Βασίλη Παπά, ο οποίος συμμετείχε κιόλας στην πλοκή, ενσαρκώνοντας τον κακό ή μάλλον… την κακιά της όλης υπόθεσης. Πέρα από τους ευφυείς, χιουμοριστικούς διαλόγους που διαρκώς περιέπλεκαν τη κατάσταση όλο και περισσότερο, το κείμενο θίγει εύστοχα και ζητήματα με πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις, με σαφείς αναφορές σε θέματα ηθικής, θρησκευτικού, άκρατου δογματισμού, αλλά και στο μείζον και πάντοτε επίκαιρο θέμα της υποκρισίας. Ένας «ενάρετος» χαρακτήρας ίσως δεν είναι και τόσο ενάρετος όσο πιστεύει ή όσο θέλει οι άλλοι να πιστεύουν. Χωρίς να αποκαλύψω το τέλος, απλά θα γράψω ότι αναδύονται μυστικά που «καίνε» και καταβαραθρώνουν ανθρώπους που διατείνονται πως είναι ανώτεροι, αντικατοπτρίζοντας τοιουτοτρόπως και την υποκριτική στάση μεγάλης μιας μεγάλης κοινωνικής μερίδας.
Θα σταθώ στον κάθε ερμηνευτή και ερμηνεύτρια ξεχωριστά, διότι το αξίζουν. Αν μη τι άλλο, η δουλειά που μας παρουσίασαν δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από κωμικές σειρές που βλέπουμε στη τηλεόραση ή ερμηνείες «μεγάλων» ονομάτων. Η Λίζα Μιμιλίδου υποδύθηκε την συνονόματη της «Λίζα», μια γυναίκα που, όταν ταράζεται, γέρνει το σώμα της και αντικαθιστά το γράμμα σίγμα με το χαρακτηριστικό θήτα στις λέξεις, αποτελώντας έτσι αφορμή για γέλιο. Η Αρετή Τσιτσάκη ως «Λυσάνδρα», συνιδιοκτήτρια του οίκου ανοχής μαζί με την αδερφή της, τη «Λίζα», με το εκρηκτικό της ταπεραμέντο, με την όμορφη, μπάσα φωνή της, αντιδρούσε όπως θα περίμενε κανείς σε ανάλογες, «παλαβές» καταστάσεις. Η Άννα Παρούση, η οποία κατ'εμε «έκλεψε» και τη παράσταση, ενσάρκωσε την «Θεοπίστη», μια αφελή, νεαρή γυναίκα ταπεινής καταγωγής, μιλώντας με μια ιδιαίτερη προφορά (η οποία μου θύμιζε την πολυαγαπημένη μου πατρίδα την Θράκη), αλλά και με το εκφραστικότατο βλέμμα και σώμα της, χάριζε απίστευτο γέλιο στους θεατές που αδημονούσαν για κάθε της λέξη και κίνηση. Η Μαρίνα Τσιλαλή, μολονότι εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο, απέδωσε με χάρη τον ρόλο της «Πέπης», μιας μαγκιόρας ιερόδουλης, η οποία δεν τιθασεύεται, δεν υπακούει μπροστά στο οτιδήποτε περιορίζει την ελευθερία της, ακόμη και αν πρόκειται για την οικογένεια της. Η απαστράπτουσα, αριστοκρατική Νάνσυ Γισγάκη κατάφερε να συνδυάσει την αρχοντιά και την ερωτικότητα με σπαρταριστές ατάκες, τις οποίες και απέδιδε με την τεχνική του «ξηρού χιούμορ», δηλαδή τις έλεγε δίχως ιδιαίτερους μορφασμούς, με στοχοπροσηλωμένο βλέμμα, δημιουργώντας έτσι μια ωραία αντίθεση. Ο Ζαφείρης Παρασχάκης και ο Μπάμπης Καλτσίδης πλαισίωναν όμορφα την υπόθεση, επιτρέποντας στους πρωταγωνιστικούς ρόλους να ξεδιπλώσουν την πλοκή.
Για το τέλος, άφησα τους ανταγωνιστές, τους «κακούργους». Η Σωσώ Ταφίλη «ζωντάνεψε» την γκροτέσκα Λοχαγό «Κακούλη», την δεύτερη σε ιεραρχία του αιρετικού τάγματος. Υποβοηθούμενη από την εξαιρετική δουλειά που έγινε για το make up, το χτένισμα και το κοστούμι της, τρόμαζε συνέχεια και τους θεατές, αλλά και τους υπόλοιπους χαρακτήρες με τα ξαφνικά ξεσπάσματα της. Σε κάποια στιγμή άρχισε να τραγουδά με μια φοβερή, σωστά εκπαιδευμένη οπερατική φωνή, γεγονός που με συντάραξε ευχάριστα, μιας και τυγχάνω μεγάλος φίλος της όπερας. Σε έναν της μονόλογο (ή μάλλον, καλύτερα, παραλήρημα), τον όποιον και απέδωσε απνευστί, το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα, επιδοκιμάζοντας τον «άθλο» της ηθοποιού. Ο Βασίλης Παπάς υποδύθηκε γυναικείο ρόλο, αυτόν της Μεγάλης Ιεροεξετάστριας, με μεγάλη άνεση, αλλάζοντας αποτελεσματικά την φωνή του, δίνοντας της τη χροιά που χρειαζόταν, προσθέτοντας ταυτόχρονα και μια «δαιμονική» υπόσταση, η οποία ταίριαζε απόλυτα στον ρόλο, αφού ο συγκεκριμένος χαρακτήρας αποσκοπούσε στο να εξαλείψει κάποια βδελυρά στοιχεία της κοινωνίας, χάνοντας έτσι ένα σημαντικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο: Την συμπόνοια. Αξία αναφοράς και η κινησιολογία του, λόγω της προσαρτημένης ηλικίας της Ιεροεξετάστριας.
Η παράσταση κατάφερε να επιβεβαιώσει αυτό που υποσχόταν στην αφίσα. Ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Χρησιμοποιώντας το «άρμα» του χιούμορ, κατόρθωσε να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα ενάντια στην υποκρισία όλων όσοι θεωρούνται αμέμπτου ηθικής.