Κριτική παράστασης «Στα άκρα»

Χθες το βράδυ βρέθηκα μεταξύ των θεατών στο θέατρο Αμαλία, στη παράσταση «Στα άκρα», βασισμένη στο ευρέως γνωστό και σκανδαλώδες κείμενο του Γουίλιαμ Μαστροσιμόν.
Το έργο εστιάζει στις αντιδράσεις απλών, καθημερινών ανθρώπων, όταν ξαφνικά ένας άγνωστος εισβάλει στη ζωή τους, στο σπίτι και προσωπικό τους άσυλο, έχοντας κατά νου να βιάσει τη πρωταγωνίστρια. Όταν συμβαίνει αυτή η αιφνίδια, βίαια εισβολή και παρουσιάζεται εντελώς ωμά κατά τα πρώτα λεπτά του έργου, οι θεατές αντιλαμβάνονται πως δεν πρόκειται για μια παράσταση που θα «χαϊδέψει» τα αφτιά του κοινού. Έτσι ακριβώς κι έγινε.
Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να εκφράσω τα θερμά μου συγχαρητήρια στην ομάδα για την επιλογή του συγκεκριμένου έργου. Μου ήταν ήδη γνώριμο, προτού ακόμα παρακολουθήσω τη παράσταση. Πιστεύω στην δυναμική του, εξισορροπεί με πολύ αριστοτεχνικό τρόπο το μαύρο, υποδόριο χιούμορ με την καθημερινότητα που βάζει ανθρώπους να παίζουν πολύ ιδιαίτερα παιχνίδια, «μπλέκει» το κουβάρι της μοίρας τους με έναν σχεδόν αρρωστημένο τρόπο, διδάσκοντας ταυτόχρονα πως, ελλείψει προσοχής κι ενσυναίσθησης, είμαστε όλοι εν δυνάμει τέρατα. Αξιοσημείωτος θεματικός άξονας υπήρξε ο κύκλος της βίας, αλλά και η προσπάθεια του θύματος να διεκδικήσει δικαιοσύνη προς το πρόσωπο του. Πάνω στην απεγνωσμένη προσπάθεια ενός αδικηθέντος ατόμου, τα λεπτά όρια που χωρίζουν την ηθική από την ανηθικότητα θολώνουν, καθιστώντας το θύμα πιθανό θύτη, συνεχίζοντας την ατέρμονη επανάληψη της βίας. Η συγκεκριμένη παράσταση πιστεύω πως έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα ότι αποτελεί αναντίρρητο καθήκον όλων μας να παρεμβαίνουμε όποτε αντιλαμβανόμαστε ότι πρέπει να παρέμβουμε, προκειμένου να μην θρηνήσουμε κι αλλά θύματα, να μην φτάσουμε στο μελανό σημείο να πούμε «Τι θα γινόταν αν…»
Τυπικό σκηνικό που παρουσιάζει την «βολή» ενός ζεστού σπιτιού. Μία κατασκευή για να προσομοιάζει τζάκι στ' αριστερά, ίσως και το σκηνικό αντικείμενο που τραβούσε περισσότερο το βλέμμα, ένα ανάκλιντρο περίπου στη μέση, ατομικό τραπέζι με πολυθρόνα από πίσω. Όλα τα τυπικά που θα μας έρχονταν στο μυαλό, με μια σχετική εγκράτεια μεν, επιτυγχάνοντας τον σκοπό τους δε. Η σκηνογραφική προσέγγιση πλησίαζε το όριο του μινιμαλισμού, δίνοντας περισσότερη βαρύτητα στην ερμηνευτική προοπτική του κειμένου. Επίσης, η μουσική υπόκρουση ενδιάμεσα από τις σκηνές, ακριβώς επειδή βασιζόταν στο ίδιο, συνεχόμενο τέμπο, με ταυτόχρονους χτύπους από ηλεκτρονικό ρολόι, σαν να ακούει κανείς αντίστροφη μέτρηση, δημιουργούσε την κατάλληλη ατμόσφαιρα, με κλιμακωτή ένταση.
Η Ηλιάννα Τσίλη, με την πάντοτε δυναμική της σκηνική παρουσία, το ιδιαίτερο εκτόπισμα, το βλέμμα της που τρυπάει και το πιο δυνατό μάρμαρο, αλλά και την γλυκιά φωνή της, λειτούργησε ως καταλυτικός παράγων για το έργο, ως ο συνδετικός, χαμένος κρίκος μεταξύ θύτη και θύματος, επιδεικνύοντας την απαραίτητη στοργή προς αμφότερες πλευρές, στον ρόλο της Πατρίτσια. Βλέποντας την, οι θεατές αισθάνονταν πως η ένταση θα μειωνόταν, έστω και για λίγο, γεγονός που οφείλεται στην βαθιά κατανόηση του κειμένου από την ηθοποιό, ερμηνεύοντας την ηρωίδα της δίχως επιθετική γλώσσα του σώματος, με πραότητα και σιγουριά. Η Μαριάννα Πασχάλη, ως η πολύπαθη Μάρτζορι, συγκέντρωσε στο σώμα της όλες τις φωνές των καταπιεσμένων και κακοποιημένων γυναικών, ώρες ώρες ήταν ανατριχιαστική, ειδικά όταν περιέγραφε κάθε φόβο που θα ένιωθε στο μέλλον της, εάν ο δράστης κυκλοφόρησε ελεύθερος, λόγω της πιθανής ατιμωρησίας του. Η Ελένη Τατάκη, στον ρόλο της αφελούς Τέρι, κατάφερε τεχνιέντως να μετατρέψει το εμφανές άγχος της σε σκηνική δύναμη, ενισχύοντας παραπάνω την κωμική υπόσταση του έργου, κάτι που πάντα χρειάζεται, αυτό που στο εξωτερικό ονομάζεται “comic relief”, δηλαδή “κωμική ανακούφιση”. Είχε και μία πολύ δυνατή σκηνή, όταν ξαφνικά αποκάλυψε κάτι συνταρακτικό για το παρελθόν της, επιβάλλοντας σιγή ιχθύος στο κοινό.
Μια παράσταση που, παρότι προορίζεται για ανθρώπους από την εφηβεία και μετά, πιστεύω ακράδαντα πως είναι για όλους, όσο ωμή κι αν είναι, διότι μονάχα έτσι πρέπει να ειπώνονται κάποια πράγματα. Ευθέως. Σαν την αλήθεια, η οποία παρομοιάζεται με το γυαλί. Διαυγής, αλλά και κοφτερή.