Κριτική παράστασης «Μαχαίρι στο κόκαλο»

2024-04-03
Γράφει ο Βασίλης Τσερτσίδης


Λίγες μέρες πριν, παρακολούθησα με μεγάλο ενδιαφέρον τη παράσταση «Μαχαίρι στο Κόκκαλο», το πασίγνωστο έργο του Κώστα Μουρσελά, στο θέατρο Μετροπόλιταν, σε σκηνοθεσία Βασίλη Καλφάκη.

Επί της ουσίας, το έργο, γραμμένο με την χαρακτηριστική πένα του διακεκριμένου θεατρικού συγγραφέα, αφορά ένα παντρεμένο ζευγάρι, τον «Λεωνίδα» και την «Ελένη», οι οποίοι πασχίζουν να ανελιχθούν κοινωνικά, θυσιάζοντας σημαντικές πτυχές του εαυτού τους κατά τη διάρκεια του τολμηρού αυτού εγχειρήματος. Περιμένουν αγωνιωδώς να τους επισκεφτεί ο γείτονας που μένει ακριβώς από πάνω τους- κυριολεκτικά και μεταφορικά- για να αποτολμήσουν να διεκδικήσουν μια καλύτερη θέση στη κοινωνία, ως γνήσιοι οσφυοκάμπτες. Εν τέλει αντιλαμβάνονται πως τα πράγματα ίσως είναι λίγο διαφορετικά από ο,τι νόμιζαν, οι αξίες του πάλαι ποτέ τους είναι πλέον αρκετά μουτζουριασμένες, η ηθική τους πυξίδα έχει απομαγνητιστεί. Σαν κοινωνικοί χαμαιλέοντες, αλλάζουν χρώμα από το ανθρώπινο στο απάνθρωπο, λειτουργώντας ως τρανό παράδειγμα προς αποφυγή για τους θεατές.

Μπαίνοντας στον χώρο του θεάτρου, αμέσως αμέσως μου έκανε εντύπωση η προσθήκη διάσπαρτων, γυάλινων βάζων με λουλούδια επί σκηνής. Τα λουλούδια, τις περισσότερες, τουλάχιστον, φορές, σηματοδοτούν κάτι ευχάριστο, εν προκειμένω όμως διαπιστώσαμε γρήγορα πως δεν εξυπηρετούσαν κανέναν άλλον σκοπό, παρά να λειτουργήσουν ως μέσον προσέγγισης και κολακείας του αφανούς, τρίτου χαρακτήρα του έργου, του «Προέδρου», από τους δυο ήρωες. Το σκηνικό αντικείμενο όμως που μου έκλεψε την προσοχή και τη καρδιά είναι ένα αντίγραφο από τον πίνακα ζωγραφικής «Η Έξοδος του Μεσολογγίου», ο οποίος και βρισκόταν σε περίοπτη θέση, καταλαμβάνοντας κεντρικό σημείο της σκηνής. Θεώρησα πως λειτουργούσε ως σιωπηρός κριτής των χαρακτήρων, έχοντας χάσει την επιρροή του πάνω τους, τον τοποθέτησαν εκεί για να μην ξεχάσουν πώς ξεκίνησαν την πορεία τους στη κοινωνία, εφόσον εν αρχή δρούσαν ως προλετάριοι. Εκτίμησα, επίσης, τον συνεχή φωτισμό του πίνακα, ακόμα και σε φάσεις όπου δεν φωτιζόταν τίποτα άλλο πάνω στο σανίδι, δημιουργώντας έτσι μία αύρα αποτυχημένης επανάστασης των δυο προσώπων.

Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στο σωματικό θέατρο, με τους δυο ηθοποιούς να επιδίδονται σε αρκετά δύσκολες δοκιμασίες, ξαφνικές πτώσεις, ξεγυμνώματα, έντονη σωματική επιθετικότητα, ντροπή και αποτροπιασμό. Και οι δυο ερμηνευτές είχαν αξιοζήλευτη χημεία, ήταν εμφανές το επίπεδο οικειότητας που είχαν αποκτήσει μέσω των προβών, ειδάλλως θα παρουσιαζόταν με πολυ αθέμιτο και μη πειστικό τρόπο η αλληλεπίδραση των χαρακτήρων. Πρόκειται για ένα έργο που, λόγω της ύπαρξης μονάχα δυο χαρακτήρων στο εσωτερικό ενός σπιτιού, συνδιαλεγόμενοι και διαπληκτιζόμενοι για τη ζωή και τα πεθαμένα τους όνειρα, θα είναι ή του ύψους ή του βάθους, είτε απόλυτα επιτυχημένο είτε παταγωδώς αποτυχημένο. Ευτυχώς, επρόκειτο για τη πρώτη εκδοχή.

Ο «Λεωνίδας», τον όποιον και υποδύθηκε με άψογο τρόπο ο Βασίλης Καλφάκης, είναι ο κλασικός τύπος που θα πατήσει επί πτωμάτων προκειμένου να αναρριχηθεί στην εξουσία, δεν διστάζει ακόμα και να εκπορνεύσει την γυναίκα του για να κατορθώσει το δόλιο σχέδιο του. Με γοήτευσε η προσέγγιση του ρόλου από τον σκηνοθέτη, ο οποίος και υιοθέτησε διάφορα στοιχεία από χαρακτήρες του ασπρόμαυρου κινηματογράφου, μισό και παραπάνω αιώνα πριν. Η ψευτομαγκιόρικη χροιά της φωνής του, οι γλοιώδεις μορφασμοί, η κομπορρημοσύνη και η πάση θυσία προσπάθεια «βελτίωσης» του κοινωνικού του στάτους ήταν μερικά από τα κομμάτια του «παζλ» που συναποτελούσαν τον ήρωα του. Η Σάντρα Λειβαδάρα, ως «Ελένη», ντυμένη με ένα εντελώς «πλαστικό» φόρεμα και φτιασιδωμένη σαν πορσελάνινη κούκλα, με μαλλί μιας σταρ του Χόλυγουντ και του ελληνικού σινεμά από την δεκαετία του '60, αποπειράται να διατηρήσει την βιτρίνα της συζύγου που βοηθά τον άντρα της σε ο,τι της ζητήσει, την ίδια στιγμή που μέσα της είναι ψυχικά νεκρή. Το γεγονός πως είναι ανυπόδητη, ενώ οι γόβες της βρίσκονται σε ορατό σημείο, μπροστά μπροστά στη σκηνή, δίπλα από ένα βάζο, ίσως καταμαρτυρά και την θέληση να αποτινάξει από πάνω της τον ζυγό που της έχει τοποθετήσει ο Λεωνίδας, φορώντας τις γόβες μόνο όταν είναι να χρησιμοποιήσει την σεξουαλικότητα της προς ίδιον όφελος. Ως αναγκαστική μαριονέτα κυριαρχούσε στη σκηνή, με έντονη την αυξομείωση της φωνής της, επιτυγχάνοντας φοβερή εκφραστικότητα.

Απήλαυσα τον χρόνο που αφιέρωσα ως θεατής, ευχαριστώ θερμά τους συντελεστές για αυτή την εμπειρία, καθώς και το θέατρο Μετροπόλιταν που φιλοξένησε το εν λόγω έργο.

 

© 2023 CADMUS.  Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε
Χρησιμοποιούμε τα cookies για να εξασφαλίσουμε την σωστή λειτουργία και ασφάλεια των ιστοσελίδων μας και για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήσης.

Προχωρημένες ρυθμίσεις

Μπορείτε να προσαρμόσετε τις προτιμήσεις σας για τα cookies εδώ. Ενεργοποιήστε ή απενεργοποιήστε τις παρακάτω κατηγορίες και αποθηκεύστε τις επιλογές σας.