Γιώργος Μιχαλάκος: "Η αφήγηση ιστοριών είναι κομμάτι της ανθρώπινης ιστορίας"

Γράφει ο Βασίλης Τσερτσίδης
Με αφορμή την παράσταση «Ωραίος και Σέξι» που ανοίγει αυλαία στις 5 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Σοφούλη, συμμετείχα σε μία πολύ ωραία συζήτηση με τον σκηνοθέτη, τον Γιώργο Μιχαλάκο, έναν νέο άνθρωπο με όμορφη οπτική. Τον ευχαριστώ για την οικειότητα, για τη κουβέντα, για το «μοίρασμα»…
Γιώργο, είναι η δεύτερη φορά που σκηνοθετείς τη συγκεκριμένη παράσταση. Υπάρχει κάποια νοσταλγία;
Ναι, σίγουρα. Το «Ωραίος και Σέξι» ανέβηκε το 2019, ήταν η τελευταία άσκηση σκηνοθεσίας στη σχολή μου, εκεί γνωριστήκαμε και με τα παιδιά, με τους «MONKS», άρα για εμάς και για κανέναν άλλον είναι ένα μεγάλο νοσταλγικό κομμάτι, για τους έξι μας. Είδαμε ότι δουλεύουμε κοινά, ότι μοιραζόμαστε αξίες, ότι το γουστάρουμε. Παίξαμε τη παράσταση πολύ λίγο, μόλις είχαμε «βάλει» το ένα πόδι μας στον επαγγελματικό τομέα φουλ ενθουσιασμένοι, αλλά τώρα είπαμε να το ανεβάσουμε λίγο επίπεδο σκηνοθετικά και υποκριτικά. Πλέον είμαστε όλοι καλύτεροι-τότε ήμαστε ακόμα στη σχολή- και είπαμε ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε σε κάτι που θα δουλέψουμε οι έξι μας, φυσικά με πολλούς ακόμα συνεργάτες, θέλουμε πολύ να συνεργαζόμαστε ως «MONKS». Θέλαμε να επανέλθουμε με κάτι ευχάριστο, να το χαρούμε κι εμείς και το κοινό.
Πρόκειται για μία από τις πιο γνωστές ταινίες του Γούντι Άλεν. Πες μας δύο λόγια για τη πλοκή, χωρίς να προδώσεις σημαντικά σημεία!
Για όποιον βλέπει Γούντι Άλεν, το «Play It Again, Sam» ή αλλιώς «Ωραίος και Σέξι» στα ελληνικά, είναι το prequel του «Annie Hall». Εάν κάποιος έχει δει αυτή τη ταινία, «Νευρικός Εραστής» όπως το λέμε στην Ελλάδα, είναι λες και βλέπει πώς ο χαρακτήρας του Άλεν καταλήγει σε αυτή τη θέση. Τι συμβαίνει, λοιπόν… Ο «Άλαν» μόλις χώρισε, τι ωραία τι καλά- όπως όλοι μας δηλαδή σε μία φάση- και δεν μπορεί να το ξεπεράσει με τίποτα. Πίνει όλη μέρα, καταπίνει ασπιρίνες λες και είναι tic tac. Με το που τον χωρίζει η γυναίκα του τού λέει και από πάνω «Όχι απλά σε χωρίζω, δε σε γούσταρα και ποτέ, το σεξ ήταν χάλια, εσύ είσαι χάλια, η δουλειά σου είναι χάλια.» Αυτός, λοιπόν, είναι ένας κριτικός κινηματογράφου, βλέπει όλη μέρα ταινίες, βλέπει «Καζαμπλάνκα», ζει με «Καζαμπλάνκα», και σε κάποια στιγμή μία αφίσα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ αρχίζει και του μιλά, του δίνει συμβουλές, του λέει «Bro, τι θα γίνει; Θα βγεις έξω καθόλου; Θα κατακτήσουμε τον κόσμο, όπως πρέπει να κάνει ένας άντρας;» Έχει ένα παλιό αντρικό πρότυπο, αντιμετωπίζει και μία τέτοια παραξενιά, όπως εμείς αντιμετωπίζουμε τη παραξενιά του ότι το 2023 ένας άντρας του 1969 ακούει τις συμβουλές ενός άντρα του 1932, άρα έχουμε τρεις-τέσσερις γενιές περίπου ανάμεσα. Βλέπει παραισθήσεις, λοιπόν, και, μαζί με τον κολλητό του- ο οποίος είναι ένα golden boy της Wall Street- και τη κολλητή του, προσπαθεί να το ξεπεράσει, δίχως να τα καταφέρνει και πολύ καλά. Νομίζω είναι κάτι που αφορά όλους μας γιατί όλοι μας το έχουμε περάσει. Μέσα στα πολύ αληθινά προβλήματα, μέσα στην αληθινή φιλοσοφία της ζωής, μέσα στις οικονομικές δυσχέρειες, υπάρχει και το πολύ απλό «Χώρισα και είμαι χάλια».
Έχει παρατηρηθεί ότι οι περισσότερες κωμωδίες «τρομάζουν» λίγο το κοινό, ο κόσμος το σκέφτεται πολύ πριν πάει να δει μια κωμωδία στο θέατρο. Τι το διαφορετικό έχει η συγκεκριμένη παράσταση για να κερδίσει τους θεατές;
Κι εγώ, όταν πάω να δω μια κωμωδία, περιμένω να δω λίγο τι «θα μου έρθει». Για εμένα η κωμωδία έχει τόση ουσία όσο και κάθε άλλο είδος θεάτρου. Κάθε δράμα έχει και λίγο κωμωδία μέσα του και το αντίστροφο. Βασικός μας στόχος είναι να έρθει ο θεατής και να περάσει καλά, να ξεχαστεί. Από την άλλη, δε μπορώ να πω ότι ένας θεατής δε θα φύγει ανήσυχος, προφανώς όχι τόσο ανήσυχος αν έβλεπε μία «Έντα Γκάμπλερ», αν δει δηλαδή ένα άλλο έργο που θίγει κοινωνικά θέματα, θίγει τη θέση μιας γυναίκας, αλλά και πάλι. Οτιδήποτε έχει να κάνει με το σήμερα, μιας και ζούμε σε ένα αστικό περιβάλλον, ο,τι αφορά το πώς διαχειριζόμαστε το αστικό στρες και τη πίεση και θέλουμε να πάμε για ύπνο στις 21:00 για να φύγει το άγχος, να ξυπνήσουμε και να επαναλάβουμε την ίδια διαδικασία την επόμενη μέρα. Ναι μεν πρόκειται για μία κωμωδία, αλλά ο πυρήνας της είναι πολύ σοβαρός, για το τι μας τρώει τη καθημερινότητα, για το τι σημαίνουν οι φίλοι για εμάς, τι σημαίνει ο έρωτας στην αστική ζωή, τι σημαίνει κατάχρηση. Κωμικά πιασμένη η εν λόγω κατάχρηση, ο «Άλαν» δεν είναι μόνο εθισμένος στο αλκοόλ και τα χάπια, αλλά και σε περίεργα ιδεώδη. Περίεργες ανδρικές φιγούρες που ζουν εξήντα χρόνια πριν από αυτόν και του λένε πώς να ζήσει. Προσωπικά, όσο κι αν λατρεύω τη «ψαγμενιά», θα χαλαρώσω με μία κωμική σειρά ή παράσταση ή ένα «sitcom», τα οποία θα με κάνουν να σκεφτώ και πράγματα. Πιστεύω επιτυγχάνεται στη παράσταση.
Ο Γούντι Άλεν είναι ένας άνθρωπος που δεν χρειάζεται συστάσεις. Θεωρείς πως η Ελλάδα παράγει σήμερα ισοδύναμους σκηνοθέτες;
Νομίζω ότι η Ελλάδα μετά το '90, όταν σταμάτησαν οι επιχορηγήσεις στον κινηματογράφο, πέρασε μία κρίση. Όταν κάτι δεν θα μπορούσε να έχει παγκόσμια προβολή, αυτό κατευθείαν σήμαινε και άδειες τσέπες. Είδαμε πρόσφατα το «Μαέστρο», του Χ. Παπακαλιάτη, ο οποίος έκανε το πολύ μεγάλο βήμα, όπου κάθε επεισόδιο κόστιζε 250.000 ευρώ και έτσι κατάφερε να μπει και στο «Netflix» και στη «Cosmote TV». Ο Γούντι Άλεν γράφει. Ο Κουέντιν Ταραντίνο γράφει και αναγκάστηκε να σκηνοθετήσει τις ιστορίες του γιατί έτσι ένιωθε πως θα γίνουν σωστά. Είναι ένα υπέροχο και σπάνιο πράγμα, αλλά απαιτεί και ένα «εμπόριο» που να μπορεί να το σηκώσει αυτό το πράγμα. Στην Ελλάδα, λοιπόν, υπάρχουν αντίστοιχοι σκηνοθέτες, αλλά η αδυναμία είναι οικονομική. Υπάρχει ο Σωτήρης Τσαφούλιας. Έκανε την υπέροχη δουλειά «Έτερος Εγώ», αλλά και πάλι ο προϋπολογισμός φτάνει ως ένα σημείο. Όταν πήγε να κάνει τη φυλακή πιο φουτουριστική, το ελληνικό κοινό, ενώ αποδέχεται το ίδιο πράγμα σε μία σειρά του «Netflix», παραξενεύεται. Για να καταλήξω, νομίζω πως υπάρχουν αυτοί οι σκηνοθέτες στην Ελλάδα, άνδρες και γυναίκες, αλλά το πλαίσιο δεν τους αφήνει να «λάμψουν».
Για να επανέλθουμε και στη παράσταση, παρά τη σουρεαλιστική πλευρά του έργου, υπάρχουν και πολλά ρεαλιστικά σημεία. Τι πιστεύεις πως μας ελκύει σαν ανθρώπους, ούτως ώστε να βγούμε από το σπίτι μας και να πάμε να δούμε καταστάσεις και εικόνες από τις οποίες, ενδεχομένως, πασχίζουμε να ξεφύγουμε;
Πολύ ωραία ερώτηση. Αυτό μας πάει πολύ πίσω, από τότε που μαζευόμασταν γύρω από τις φωτιές και λέγαμε τι έγινε στη μέρα μας. Η αφήγηση ιστοριών είναι κομμάτι της ανθρώπινης πορείας, το θέλουμε πολύ στη καθημερινότητα μας. Συνήθως αρέσει στον κόσμο να αφηγείται, ακόμα και οι άνθρωποι που λένε «δεν θα γινόμουν ποτέ ηθοποιός, δεν θα έπαιζα θέατρο» και εν τέλει αυτοί οι άνθρωποι είναι και οι πιο αστείοι, είναι στη παρέα απίστευτοι, αλλά θέλουν λίγο και τον χώρο τους στη ζωή τους. Η παράσταση βασίζεται σε ένα έργο ρεαλιστικό, αλλά έχει και πολλά μη αληθινά στοιχεία, παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις, απ' όλα. Πολλές φορές, η κωμικότητα του το καθιστά θέατρο του παραλόγου. Χρειαζόμαστε κάτι διαφορετικό, ακόμα κι αν μας ρίχνει λίγο. Κάθεσαι στα σκοτεινά σε ένα θέατρο, μαζί με άλλους εκατό ανθρώπους, άσχετης ηλικίας, άσχετης τσέπης, παρά το ο,τι έγινε στη μέρα τους. Στη παράσταση μας, βλέπουμε έναν μίζερο τύπο με τις πιτζάμες του να κάθεται στο σαλόνι του, τον παίρνει τηλέφωνο η μάνα του και ντρέπεται να της πει ότι χώρισε, ντρέπεται να μιλήσει στους φίλους του, δεν ξέρει πώς να κοιτάξει μία γυναίκα. Όλα αυτά είναι πράγματα που μάλλον έχουμε βιώσει όλοι μας, σχετιζόμαστε εύκολα. Ίσως μας βοηθάει, με έναν περίεργο τρόπο, να βλέπουμε κάποιον που βρίσκεται σε χειρότερη μοίρα από εμάς. Αν πας να δεις Άμλετ, το οποίο είναι ένα υπέροχο έργο, αλλά, επειδή δεν είμαστε πρίγκηπες στη Δανία, δε μπορούμε να ταυτιστούμε πλήρως. Μπορεί να ταυτιστούμε με τις θεματικές του έργου και να μας παρασύρει η καλή υποκριτική, το σωστό νόημα, η τέλεια δράση. Σε ένα κείμενο αστικό, σουρεαλιστικό ή όχι, μπορούμε να γραπωθούμε ευκολότερα. Βλέπουμε ένα ακατάστατο σαλόνι και λέμε «Α, δικό μου είναι». Βλέπουμε έναν ήρωα να λέει «Δε θέλω να σηκωθώ από το κρεβάτι μου» και λέμε «Α, εγώ προχθές». Βλέπουμε ένα πρόσωπο να λέει «Η δουλειά μου δεν πάει καλά και απευθείας λέμε «Α, εγώ κάθε μέρα!» Έχουμε ανάγκη για θέαμα, αν δεν υπήρχε αυτή η ανάγκη, το κάθε είδους θέαμα θα είχε σταματήσει να υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια. Για εμένα το θέατρο είναι ανάγκη. Θα ήθελα να προσπαθήσουμε να κάνουμε τον μέσο θεατή να πηγαίνει λίγο συχνότερα στο θέατρο, να μην είναι το κλασσικό «Βάζω τα καλά μου μία φορά τον χρόνο και πάω να δω μια παράσταση».
Συντελεστές και πρόγραμμα παραστάσεων;
Η σκηνοθεσία και οι φωτισμοί γίνονται από εμένα και παίζουν οι Γιάννης Μαυρόπουλος, Ιωάννης Καμπούρης, η Ανθούλα Αηδώνη, η Βικτώρια Παπαδοπούλου Σισκοπούλου και ο Κωνσταντίνος Τσώνης. Πέντε -για εμένα- υπέροχοι ηθοποιοί που δίνουν τη ψυχή τους, τους εκτιμώ και πιστεύω πολύ σε αυτούς, αργά ή γρήγορα η τηλεόραση ή κάποιος κρατικός φορέας θα τους απορροφήσει. Κάνει μία «special guest» εμφάνιση ο Δημήτρης Ναζίρης, δάσκαλος μας από το ΑΠΘ, ηθοποιός που, όσο ζούμε εμείς, κάνει υποκριτική και το πάει ένα βήμα παραπέρα και τον ευχαριστούμε. Έχουμε την Εύα Σουγιουλτζή, πολύ στενή μας συνεργάτιδα, η οποία είναι η σκηνογράφος και ενδυματολόγος μας και τη λατρεύουμε. Υπεύθυνη επικοινωνίας είναι η Μαρία Τότσκα, στα γραφιστικά ο Χάρης Θώμος και στις φωτογραφίες έχουμε τον Χρήστο Κυριαζίδη. Είμαστε στο Θέατρο Σοφούλη, από τις 5 Δεκεμβρίου, κάθε Τρίτη και Πέμπτη, στις 21:30. Αν όλα πάνε καλά, ίσως πάμε και λίγο μετά τον Δεκέμβριο!




